κρύψιν

κρύψιν
κρύψις
hiding
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρύψις — κρύψις, ἡ (Α) [κρύπτω] 1. κρύψιμο, απόκρυψη («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών», Ευρ.) 2. (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα σελήνη) επικάλυψη, δύση ή έκλειψη 3. (ρητ.) η απόκρυψη τού σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”